λευκόχρυσος

λευκόχρυσος
-η, -ο (AM λευκόχρυσος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λευκόχρυσος
χημ. ευγενές καί πολύτιμο μέταλλο αργυρόλευκου χρώματος, πολύ βαρύ και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. πλατίνα
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό χρώμα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λευκόχρυσος
πολύτιμος λίθος με απαλό χρυσό χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λευκόχρυσος — ο πολύτιμο μέταλλο, η πλατίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από …   Dictionary of Greek

  • λευκοχρύσων — λευκόχρυσος of pale gold colour fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… …   Dictionary of Greek

  • ευγενή μέταλλα — Είναι τα μέταλλα χρυσός, άργυρος, λευκόχρυσος και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (ιρίδιο, όσμιο, παλλάδιο, ρόδιο και ρουθήνιο), που οφείλουν την ονομασία τους στη μεγάλη χημική σταθερότητά τους. Επιπλέον, ο χρυσός, ο άργυρος και ο… …   Dictionary of Greek

  • βελονισμός — Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική των Κινέζων από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Στην Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, όπου έχει τον… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρικός — Αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο. θ. κλίμακα σειρά. Μία σειρά μετάλλων καταγεγραμμένων με τέτοια σειρά σε έναν πίνακα ώστε, αν κατασκευάσουμε με δύο από αυτά ένα θερμοστοιχείο, η φορά του ρεύματος που διαρρέει τη… …   Dictionary of Greek

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”